Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λάτρευμα
λατρεύω
λάτριος
λάτρις
λάτρον
λαυκανίη
λαύρα
Λαύρειον
Λαυριωτικός
λαφυγμός
λάφυρα
λαφυροπωλέω
λαφυροπώλης
λαφύσσω
λαφύστιος
λαχαίνω
λαχανηλόγος
λαχανισμός
λάχανον
λαχανόπτερος
λαχανοπώλης
View word page
λάφυρα
λάφυρα λάφῡρα (ᾰ), τά, λαμβάνω spoils taken in war, Lat. spolia, Trag., Xen.
ShortDef
spoils
Debugging
Headword:
λάφυρα
Headword (normalized):
λάφυρα
Headword (normalized/stripped):
λαφυρα
IDX:
19335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19354
Key:
la/fura
Data
{'content': 'λάφυρα\n λάφῡρα (ᾰ), τά,\n λαμβάνω\n spoils taken in war, Lat. spolia, Trag., Xen.', 'key': 'la/fura'}