Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λατόμος
λατρεία
λάτρευμα
λατρεύω
λάτριος
λάτρις
λάτρον
λαυκανίη
λαύρα
Λαύρειον
Λαυριωτικός
λαφυγμός
λάφυρα
λαφυροπωλέω
λαφυροπώλης
λαφύσσω
λαφύστιος
λαχαίνω
λαχανηλόγος
λαχανισμός
λάχανον
View word page
Λαυριωτικός
Λαυριωτικός Λαυριωτικός, ή, όν of Mt. Lauri_um, Ar.

ShortDef

of Mt. Laurium

Debugging

Headword:
Λαυριωτικός
Headword (normalized):
λαυριωτικός
Headword (normalized/stripped):
λαυριωτικος
IDX:
19333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19352
Key:
*lauriwtiko/s

Data

{'content': 'Λαυριωτικός\n Λαυριωτικός, ή, όν\n of Mt. Lauri_um, Ar.', 'key': '*lauriwtiko/s'}