Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Λατογενής
λατομία
λατόμος
λατρεία
λάτρευμα
λατρεύω
λάτριος
λάτρις
λάτρον
λαυκανίη
λαύρα
Λαύρειον
Λαυριωτικός
λαφυγμός
λάφυρα
λαφυροπωλέω
λαφυροπώλης
λαφύσσω
λαφύστιος
λαχαίνω
λαχανηλόγος
View word page
λαύρα
λαύρα .λαύρα, Ionic -ρη, ἡ, an alley, lane, passage, Lat. angiportus, Od., Hdt.: a sewer, drain, privy, Ar.
ShortDef
an alley, lane, passage
Debugging
Headword:
λαύρα
Headword (normalized):
λαύρα
Headword (normalized/stripped):
λαυρα
IDX:
19331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19350
Key:
lau/ra
Data
{'content': 'λαύρα\n .λαύρα, Ionic -ρη, ἡ,\n an alley, lane, passage, Lat. angiportus, Od., Hdt.: a sewer, drain, privy, Ar.', 'key': 'lau/ra'}