Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λάσκω
Λατογενής
λατομία
λατόμος
λατρεία
λάτρευμα
λατρεύω
λάτριος
λάτρις
λάτρον
λαυκανίη
λαύρα
Λαύρειον
Λαυριωτικός
λαφυγμός
λάφυρα
λαφυροπωλέω
λαφυροπώλης
λαφύσσω
λαφύστιος
λαχαίνω
View word page
λαυκανίη
λαυκανίη λαυκᾰνίη, ἡ, = λαιμός the throat, Il.
ShortDef
the throat
Debugging
Headword:
λαυκανίη
Headword (normalized):
λαυκανίη
Headword (normalized/stripped):
λαυκανιη
IDX:
19330
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19349
Key:
laukani/h
Data
{'content': 'λαυκανίη\n λαυκᾰνίη, ἡ,\n = λαιμός\n the throat, Il.', 'key': 'laukani/h'}