Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λάσανα
λάσθη
λασιαύχην
λάσιος
λασιόστερνος
λάσκω
Λατογενής
λατομία
λατόμος
λατρεία
λάτρευμα
λατρεύω
λάτριος
λάτρις
λάτρον
λαυκανίη
λαύρα
Λαύρειον
Λαυριωτικός
λαφυγμός
λάφυρα
View word page
λάτρευμα
λάτρευμα λάτρευμα, ατος, τό, in pl. service for hire, πόνων λατρεύματα painful service, Soph. service paid to the gods, worship, Eur. = λάτρις, a slave, Eur. from λατρεύω

ShortDef

service for hire

Debugging

Headword:
λάτρευμα
Headword (normalized):
λάτρευμα
Headword (normalized/stripped):
λατρευμα
IDX:
19325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19344
Key:
la/treuma

Data

{'content': 'λάτρευμα\n λάτρευμα, ατος, τό,\n in pl. service for hire, πόνων λατρεύματα painful service, Soph.\n service paid to the gods, worship, Eur.\n = λάτρις, a slave, Eur.\n from λατρεύω', 'key': 'la/treuma'}