Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λαρυγγίζω
λάρυγξ
λάσανα
λάσθη
λασιαύχην
λάσιος
λασιόστερνος
λάσκω
Λατογενής
λατομία
λατόμος
λατρεία
λάτρευμα
λατρεύω
λάτριος
λάτρις
λάτρον
λαυκανίη
λαύρα
Λαύρειον
Λαυριωτικός
View word page
λατόμος
λατόμος λᾱ-τόμος, ὁ, λᾶς, τέμνω a stone-cutter.
ShortDef
a stone-cutter
Debugging
Headword:
λατόμος
Headword (normalized):
λατόμος
Headword (normalized/stripped):
λατομος
IDX:
19323
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19342
Key:
lato/mos
Data
{'content': 'λατόμος\n λᾱ-τόμος, ὁ,\n λᾶς, τέμνω\n a stone-cutter.', 'key': 'lato/mos'}