Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λαρυγγιάω
λαρυγγίζω
λάρυγξ
λάσανα
λάσθη
λασιαύχην
λάσιος
λασιόστερνος
λάσκω
Λατογενής
λατομία
λατόμος
λατρεία
λάτρευμα
λατρεύω
λάτριος
λάτρις
λάτρον
λαυκανίη
λαύρα
Λαύρειον
View word page
λατομία
λατομία λᾱτομία, ἡ, in pl., like Lat. lautumiae, quarries, Anth.
ShortDef
quarrying; quarry
Debugging
Headword:
λατομία
Headword (normalized):
λατομία
Headword (normalized/stripped):
λατομια
IDX:
19322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19341
Key:
latomi/a
Data
{'content': 'λατομία\n λᾱτομία, ἡ,\n in pl., like Lat. lautumiae, quarries, Anth.', 'key': 'latomi/a'}