Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Λάρτιος
λαρυγγιάω
λαρυγγίζω
λάρυγξ
λάσανα
λάσθη
λασιαύχην
λάσιος
λασιόστερνος
λάσκω
Λατογενής
λατομία
λατόμος
λατρεία
λάτρευμα
λατρεύω
λάτριος
λάτρις
λάτρον
λαυκανίη
λαύρα
View word page
Λατογενής
Λατογενής Λᾱτο-γενής, ές Doric for Λητογενής.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Λατογενής
Headword (normalized):
λατογενής
Headword (normalized/stripped):
λατογενης
IDX:
19321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19340
Key:
*latogenh/s

Data

{'content': 'Λατογενής\n Λᾱτο-γενής, ές\n Doric for Λητογενής.', 'key': '*latogenh/s'}