Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λαρός
λάρος
Λάρτιος
λαρυγγιάω
λαρυγγίζω
λάρυγξ
λάσανα
λάσθη
λασιαύχην
λάσιος
λασιόστερνος
λάσκω
Λατογενής
λατομία
λατόμος
λατρεία
λάτρευμα
λατρεύω
λάτριος
λάτρις
λάτρον
View word page
λασιόστερνος
λασιόστερνος λασιό-στερνος, ον στέρνον hairy-breasted, Anth.
ShortDef
hairy-breasted
Debugging
Headword:
λασιόστερνος
Headword (normalized):
λασιόστερνος
Headword (normalized/stripped):
λασιοστερνος
IDX:
19319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19338
Key:
lasio/sternos
Data
{'content': 'λασιόστερνος\n λασιό-στερνος, ον\n στέρνον\n hairy-breasted, Anth.', 'key': 'lasio/sternos'}