Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λάρκος
λάρναξ
λαρός
λάρος
Λάρτιος
λαρυγγιάω
λαρυγγίζω
λάρυγξ
λάσανα
λάσθη
λασιαύχην
λάσιος
λασιόστερνος
λάσκω
Λατογενής
λατομία
λατόμος
λατρεία
λάτρευμα
λατρεύω
λάτριος
View word page
λασιαύχην
λασιαύχην λάσιος with rough, shaggy neck, Hom., Ar., etc.
ShortDef
with rough, shaggy neck
Debugging
Headword:
λασιαύχην
Headword (normalized):
λασιαύχην
Headword (normalized/stripped):
λασιαυχην
IDX:
19317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19336
Key:
lasiau/xhn
Data
{'content': 'λασιαύχην\n λάσιος\n with rough, shaggy neck, Hom., Ar., etc.', 'key': 'lasiau/xhn'}