Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λαρκίδιον
λάρκος
λάρναξ
λαρός
λάρος
Λάρτιος
λαρυγγιάω
λαρυγγίζω
λάρυγξ
λάσανα
λάσθη
λασιαύχην
λάσιος
λασιόστερνος
λάσκω
Λατογενής
λατομία
λατόμος
λατρεία
λάτρευμα
λατρεύω
View word page
λάσθη
λάσθη .λάσθη, ἡ, mockery, insult, Hdt.
ShortDef
mockery, insult
Debugging
Headword:
λάσθη
Headword (normalized):
λάσθη
Headword (normalized/stripped):
λασθη
IDX:
19316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19335
Key:
la/sqh
Data
{'content': 'λάσθη\n .λάσθη, ἡ,\n mockery, insult, Hdt.', 'key': 'la/sqh'}