Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λαρίς
λαρκίδιον
λάρκος
λάρναξ
λαρός
λάρος
Λάρτιος
λαρυγγιάω
λαρυγγίζω
λάρυγξ
λάσανα
λάσθη
λασιαύχην
λάσιος
λασιόστερνος
λάσκω
Λατογενής
λατομία
λατόμος
λατρεία
λάτρευμα
View word page
λάσανα
λάσανα λάσᾰνα (λᾰ), τά, always in pl., a trivet or stand for a pot; also a gridiron, Ar.

ShortDef

a trivet

Debugging

Headword:
λάσανα
Headword (normalized):
λάσανα
Headword (normalized/stripped):
λασανα
IDX:
19315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19334
Key:
la/sana

Data

{'content': 'λάσανα\n λάσᾰνα (λᾰ), τά,\n always in pl., a trivet or stand for a pot; also a gridiron, Ar.', 'key': 'la/sana'}