Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Λαρισαῖος
Λάρισα
λαρίς
λαρκίδιον
λάρκος
λάρναξ
λαρός
λάρος
Λάρτιος
λαρυγγιάω
λαρυγγίζω
λάρυγξ
λάσανα
λάσθη
λασιαύχην
λάσιος
λασιόστερνος
λάσκω
Λατογενής
λατομία
λατόμος
View word page
λαρυγγίζω
λαρυγγίζω λᾰρυγγίζω, to shout lustily, bellow, bawl, Dem. trans. to outdo in shouting, λαρυγγιῶ τοὺς ῥήτορας Ar.

ShortDef

to shout lustily, bellow, bawl

Debugging

Headword:
λαρυγγίζω
Headword (normalized):
λαρυγγίζω
Headword (normalized/stripped):
λαρυγγιζω
IDX:
19313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19332
Key:
laruggi/zw

Data

{'content': 'λαρυγγίζω\n λᾰρυγγίζω,\n to shout lustily, bellow, bawl, Dem.\n trans. to outdo in shouting, λαρυγγιῶ τοὺς ῥήτορας Ar.', 'key': 'laruggi/zw'}