Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λάπτω
λαρινός
Λαρισαῖος
Λάρισα
λαρίς
λαρκίδιον
λάρκος
λάρναξ
λαρός
λάρος
Λάρτιος
λαρυγγιάω
λαρυγγίζω
λάρυγξ
λάσανα
λάσθη
λασιαύχην
λάσιος
λασιόστερνος
λάσκω
Λατογενής
View word page
Λάρτιος
Λάρτιος Λάρτιος, ὁ, Trag. form of Λαέρτης.

ShortDef

pr.n.

Debugging

Headword:
Λάρτιος
Headword (normalized):
λάρτιος
Headword (normalized/stripped):
λαρτιος
IDX:
19311
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19330
Key:
*la/rtios

Data

{'content': 'Λάρτιος\n Λάρτιος, ὁ,\n Trag. form of Λαέρτης.', 'key': '*la/rtios'}