Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λαπάρα
λαπαρός
λα-
λάπη
λάπτω
λαρινός
Λαρισαῖος
Λάρισα
λαρίς
λαρκίδιον
λάρκος
λάρναξ
λαρός
λάρος
Λάρτιος
λαρυγγιάω
λαρυγγίζω
λάρυγξ
λάσανα
λάσθη
λασιαύχην
View word page
λάρκος
λάρκος .λάρκος, ὁ, a charcoal-basket, Ar.
ShortDef
a charcoal-basket
Debugging
Headword:
λάρκος
Headword (normalized):
λάρκος
Headword (normalized/stripped):
λαρκος
IDX:
19307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19326
Key:
la/rkos
Data
{'content': 'λάρκος\n .λάρκος, ὁ,\n a charcoal-basket, Ar.', 'key': 'la/rkos'}