Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λαπάζω
λαπάρα
λαπαρός
λα-
λάπη
λάπτω
λαρινός
Λαρισαῖος
Λάρισα
λαρίς
λαρκίδιον
λάρκος
λάρναξ
λαρός
λάρος
Λάρτιος
λαρυγγιάω
λαρυγγίζω
λάρυγξ
λάσανα
λάσθη
View word page
λαρκίδιον
λαρκίδιον λαρκίδιον, ου, τό, Dim. of λάρκος, Ar.

ShortDef

dim. of λάρκος, charcoal basket

Debugging

Headword:
λαρκίδιον
Headword (normalized):
λαρκίδιον
Headword (normalized/stripped):
λαρκιδιον
IDX:
19306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19325
Key:
larki/dion

Data

{'content': 'λαρκίδιον\n λαρκίδιον, ου, τό,\n Dim. of λάρκος, Ar.', 'key': 'larki/dion'}