Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λαοφθόρος
λαοφόνος
λαοφόρος
λαπαδνός
λαπάζω
λαπάρα
λαπαρός
λα-
λάπη
λάπτω
λαρινός
Λαρισαῖος
Λάρισα
λαρίς
λαρκίδιον
λάρκος
λάρναξ
λαρός
λάρος
Λάρτιος
λαρυγγιάω
View word page
λαρινός
λαρινός λαρός fatted, fat, Ar.; metaph., Ar.
ShortDef
fatted, fat
Debugging
Headword:
λαρινός
Headword (normalized):
λαρινός
Headword (normalized/stripped):
λαρινος
IDX:
19302
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19321
Key:
larino/s
Data
{'content': 'λαρινός\n λαρός\n fatted, fat, Ar.; metaph., Ar.', 'key': 'larino/s'}