Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λαοτρόφος
λαοτύπος
λαοφθόρος
λαοφόνος
λαοφόρος
λαπαδνός
λαπάζω
λαπάρα
λαπαρός
λα-
λάπη
λάπτω
λαρινός
Λαρισαῖος
Λάρισα
λαρίς
λαρκίδιον
λάρκος
λάρναξ
λαρός
λάρος
View word page
λάπη
λάπη .λάπη (ᾰ), ἡ, the scum, filth, Aesch.

ShortDef

the scum, filth

Debugging

Headword:
λάπη
Headword (normalized):
λάπη
Headword (normalized/stripped):
λαπη
IDX:
19300
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19319
Key:
la/ph

Data

{'content': 'λάπη\n .λάπη (ᾰ), ἡ,\n the scum, filth, Aesch.', 'key': 'la/ph'}