Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λαοτέκτων
λαοτίνακτος
λαοτρόφος
λαοτύπος
λαοφθόρος
λαοφόνος
λαοφόρος
λαπαδνός
λαπάζω
λαπάρα
λαπαρός
λα-
λάπη
λάπτω
λαρινός
Λαρισαῖος
Λάρισα
λαρίς
λαρκίδιον
λάρκος
λάρναξ
View word page
λαπαρός
λαπαρός .λᾰπᾰρός, ά, όν slack, loose, Arist.

ShortDef

slack, loose

Debugging

Headword:
λαπαρός
Headword (normalized):
λαπαρός
Headword (normalized/stripped):
λαπαρος
IDX:
19298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19317
Key:
laparo/s

Data

{'content': 'λαπαρός\n .λᾰπᾰρός, ά, όν\n slack, loose, Arist.', 'key': 'laparo/s'}