Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λαοσεβής
λαός
λαοσσόος
λαοτέκτων
λαοτίνακτος
λαοτρόφος
λαοτύπος
λαοφθόρος
λαοφόνος
λαοφόρος
λαπαδνός
λαπάζω
λαπάρα
λαπαρός
λα-
λάπη
λάπτω
λαρινός
Λαρισαῖος
Λάρισα
λαρίς
View word page
λαπαδνός
λαπαδνός λᾰπαδνός, όν poetic for ἀλαπαδνός.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λαπαδνός
Headword (normalized):
λαπαδνός
Headword (normalized/stripped):
λαπαδνος
IDX:
19295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19314
Key:
lapadno/s

Data

{'content': 'λαπαδνός\n λᾰπαδνός, όν\n poetic for ἀλαπαδνός.', 'key': 'lapadno/s'}