Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λαομέδων
λαοπαθής
λαοπόρος
λαοσεβής
λαός
λαοσσόος
λαοτέκτων
λαοτίνακτος
λαοτρόφος
λαοτύπος
λαοφθόρος
λαοφόνος
λαοφόρος
λαπαδνός
λαπάζω
λαπάρα
λαπαρός
λα-
λάπη
λάπτω
λαρινός
View word page
λαοφθόρος
λαοφθόρος φθείρω ruining the people, destructive, c. gen., Theogn.

ShortDef

ruining the people, destructive

Debugging

Headword:
λαοφθόρος
Headword (normalized):
λαοφθόρος
Headword (normalized/stripped):
λαοφθορος
IDX:
19292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19311
Key:
laofqo/ros

Data

{'content': 'λαοφθόρος\n φθείρω\n ruining the people, destructive, c. gen., Theogn.', 'key': 'laofqo/ros'}