Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λαοδόκος
λαομέδων
λαοπαθής
λαοπόρος
λαοσεβής
λαός
λαοσσόος
λαοτέκτων
λαοτίνακτος
λαοτρόφος
λαοτύπος
λαοφθόρος
λαοφόνος
λαοφόρος
λαπαδνός
λαπάζω
λαπάρα
λαπαρός
λα-
λάπη
λάπτω
View word page
λαοτύπος
λαοτύπος λᾱο-τύπος (ῠ), ον τύπτω cutting stones, σμίλη Anth. as Subst. a stone-cutter, statuary, Anth.

ShortDef

cutting stones

Debugging

Headword:
λαοτύπος
Headword (normalized):
λαοτύπος
Headword (normalized/stripped):
λαοτυπος
IDX:
19291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19310
Key:
laotu/pos

Data

{'content': 'λαοτύπος\n λᾱο-τύπος (ῠ), ον\n τύπτω\n cutting stones, σμίλη Anth.\n as Subst. a stone-cutter, statuary, Anth.', 'key': 'laotu/pos'}