Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λάξ
λαοδάμας
λαοδόκος
λαομέδων
λαοπαθής
λαοπόρος
λαοσεβής
λαός
λαοσσόος
λαοτέκτων
λαοτίνακτος
λαοτρόφος
λαοτύπος
λαοφθόρος
λαοφόνος
λαοφόρος
λαπαδνός
λαπάζω
λαπάρα
λαπαρός
λα-
View word page
λαοτίνακτος
λαοτίνακτος λᾱο-τίνακτος, ον stirred by a stone, Anth.

ShortDef

stirred by a stone

Debugging

Headword:
λαοτίνακτος
Headword (normalized):
λαοτίνακτος
Headword (normalized/stripped):
λαοτινακτος
IDX:
19289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19308
Key:
laoti/naktos

Data

{'content': 'λαοτίνακτος\n λᾱο-τίνακτος, ον\n stirred by a stone, Anth.', 'key': 'laoti/naktos'}