Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λάξις
λάξ
λαοδάμας
λαοδόκος
λαομέδων
λαοπαθής
λαοπόρος
λαοσεβής
λαός
λαοσσόος
λαοτέκτων
λαοτίνακτος
λαοτρόφος
λαοτύπος
λαοφθόρος
λαοφόνος
λαοφόρος
λαπαδνός
λαπάζω
λαπάρα
λαπαρός
View word page
λαοτέκτων
λαοτέκτων λᾱο-τέκτων, ονος, a stone-worker, Anth.

ShortDef

a stone-worker

Debugging

Headword:
λαοτέκτων
Headword (normalized):
λαοτέκτων
Headword (normalized/stripped):
λαοτεκτων
IDX:
19288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19307
Key:
laote/ktwn

Data

{'content': 'λαοτέκτων\n λᾱο-τέκτων, ονος,\n a stone-worker, Anth.', 'key': 'laote/ktwn'}