Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λαμπτηρουχία
λαμπτήρ
λάμπω
λαμυρία
λαμυρός
λανθάνω
λαξευτός
λαξεύω
λάξις
λάξ
λαοδάμας
λαοδόκος
λαομέδων
λαοπαθής
λαοπόρος
λαοσεβής
λαός
λαοσσόος
λαοτέκτων
λαοτίνακτος
λαοτρόφος
View word page
λαοδάμας
λαοδάμας λᾱο-δάμᾱς (δᾰ), αντος, ὁ, δαμάω man-taming: in Hom. as prop. name.
ShortDef
Laodamas
man-taming
Debugging
Headword:
λαοδάμας
Headword (normalized):
λαοδάμας
Headword (normalized/stripped):
λαοδαμας
IDX:
19280
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19299
Key:
laoda/mas
Data
{'content': 'λαοδάμας\n λᾱο-δάμᾱς (δᾰ), αντος, ὁ,\n δαμάω\n man-taming: in Hom. as prop. name.', 'key': 'laoda/mas'}