Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λαμπρύνω
λαμπτηρουχία
λαμπτήρ
λάμπω
λαμυρία
λαμυρός
λανθάνω
λαξευτός
λαξεύω
λάξις
λάξ
λαοδάμας
λαοδόκος
λαομέδων
λαοπαθής
λαοπόρος
λαοσεβής
λαός
λαοσσόος
λαοτέκτων
λαοτίνακτος
View word page
λάξ
λάξ with the foot, Hom., Aesch.; λὰξ πατεῖσθαι to be trodden under foot, Aesch.

ShortDef

with the foot

Debugging

Headword:
λάξ
Headword (normalized):
λάξ
Headword (normalized/stripped):
λαξ
IDX:
19279
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19298
Key:
la/c

Data

{'content': 'λάξ\n \n with the foot, Hom., Aesch.; λὰξ πατεῖσθαι to be trodden under foot, Aesch.', 'key': 'la/c'}