Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λαμπρόφωνος
λαμπρύνω
λαμπτηρουχία
λαμπτήρ
λάμπω
λαμυρία
λαμυρός
λανθάνω
λαξευτός
λαξεύω
λάξις
λάξ
λαοδάμας
λαοδόκος
λαομέδων
λαοπαθής
λαοπόρος
λαοσεβής
λαός
λαοσσόος
λαοτέκτων
View word page
λάξις
λάξις λάξις, ιος λᾰχεῖν an allotment of land, Hdt.
ShortDef
an allotment of land
Debugging
Headword:
λάξις
Headword (normalized):
λάξις
Headword (normalized/stripped):
λαξις
IDX:
19278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19297
Key:
la/cis
Data
{'content': 'λάξις\n λάξις, ιος\n λᾰχεῖν\n an allotment of land, Hdt.', 'key': 'la/cis'}