Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λαμπροφωνία
λαμπρόφωνος
λαμπρύνω
λαμπτηρουχία
λαμπτήρ
λάμπω
λαμυρία
λαμυρός
λανθάνω
λαξευτός
λαξεύω
λάξις
λάξ
λαοδάμας
λαοδόκος
λαομέδων
λαοπαθής
λαοπόρος
λαοσεβής
λαός
λαοσσόος
View word page
λαξεύω
λαξεύω λαξεύω, to hew in stone, Lxx.
ShortDef
to hew in stone
Debugging
Headword:
λαξεύω
Headword (normalized):
λαξεύω
Headword (normalized/stripped):
λαξευω
IDX:
19277
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19296
Key:
laceu/w
Data
{'content': 'λαξεύω\n λαξεύω,\n to hew in stone, Lxx.', 'key': 'laceu/w'}