Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λαμπρότης
λαμπροφωνία
λαμπρόφωνος
λαμπρύνω
λαμπτηρουχία
λαμπτήρ
λάμπω
λαμυρία
λαμυρός
λανθάνω
λαξευτός
λαξεύω
λάξις
λάξ
λαοδάμας
λαοδόκος
λαομέδων
λαοπαθής
λαοπόρος
λαοσεβής
λαός
View word page
λαξευτός
λαξευτός λαξευτός, ή, όν hewn out of the rock, NTest. from λαξεύω

ShortDef

hewn out of the rock

Debugging

Headword:
λαξευτός
Headword (normalized):
λαξευτός
Headword (normalized/stripped):
λαξευτος
IDX:
19276
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19295
Key:
laceuto/s

Data

{'content': 'λαξευτός\n λαξευτός, ή, όν\n hewn out of the rock, NTest.\n from λαξεύω', 'key': 'laceuto/s'}