Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λαμπηδών
λάμπη
Λάμπος
λάμπουρος
λαμπρός
λαμπρότης
λαμπροφωνία
λαμπρόφωνος
λαμπρύνω
λαμπτηρουχία
λαμπτήρ
λάμπω
λαμυρία
λαμυρός
λανθάνω
λαξευτός
λαξεύω
λάξις
λάξ
λαοδάμας
λαοδόκος
View word page
λαμπτήρ
λαμπτήρ λαμπτήρ, ῆρος, λάμπω a stand or grate for pine and other wood used for lighting rooms, Od.; ὧ χαῖρε, λ. νυκτός thou that lightest up the night, of the beacon-fire, Aesch.; ἕσπεροι λαμπτῆρες the evening watch-fires, Soph. generally, = λαμπάs1 Eur., Xen.

ShortDef

a stand

Debugging

Headword:
λαμπτήρ
Headword (normalized):
λαμπτήρ
Headword (normalized/stripped):
λαμπτηρ
IDX:
19271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19290
Key:
lampth/r

Data

{'content': 'λαμπτήρ\n λαμπτήρ, ῆρος,\n λάμπω\n a stand or grate for pine and other wood used for lighting rooms, Od.; ὧ χαῖρε, λ. νυκτός thou that lightest up the night, of the beacon-fire, Aesch.; ἕσπεροι λαμπτῆρες the evening watch-fires, Soph.\n generally, = λαμπάs1 Eur., Xen.', 'key': 'lampth/r'}