Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λαμπετάω
λαμπηδών
λάμπη
Λάμπος
λάμπουρος
λαμπρός
λαμπρότης
λαμπροφωνία
λαμπρόφωνος
λαμπρύνω
λαμπτηρουχία
λαμπτήρ
λάμπω
λαμυρία
λαμυρός
λανθάνω
λαξευτός
λαξεύω
λάξις
λάξ
λαοδάμας
View word page
λαμπτηρουχία
λαμπτηρουχία λαμπτηρ-ουχία, ἡ, ἔχω a holding of torches, watchfire, Aesch.
ShortDef
a holding of torches, watchfire
Debugging
Headword:
λαμπτηρουχία
Headword (normalized):
λαμπτηρουχία
Headword (normalized/stripped):
λαμπτηρουχια
IDX:
19270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19289
Key:
lampthrouxi/a
Data
{'content': 'λαμπτηρουχία\n λαμπτηρ-ουχία, ἡ,\n ἔχω\n a holding of torches, watchfire, Aesch.', 'key': 'lampthrouxi/a'}