Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λαμπαδηδρομία
λαμπαδηφορία
λαμπαδηφόρος
λαμπάδιον
λαμπαδοῦχος
λαμπάς
λαμπάς2
λαμπετάω
λαμπηδών
λάμπη
Λάμπος
λάμπουρος
λαμπρός
λαμπρότης
λαμπροφωνία
λαμπρόφωνος
λαμπρύνω
λαμπτηρουχία
λαμπτήρ
λάμπω
λαμυρία
View word page
Λάμπος
Λάμπος Λάμπος, ὁ, one of the horses of Aurora, bright, Od.

ShortDef

Lampos, Bright, name for a horse; son of Laomedon, father of Dolops

Debugging

Headword:
Λάμπος
Headword (normalized):
λάμπος
Headword (normalized/stripped):
λαμπος
IDX:
19263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19282
Key:
*la/mpos

Data

{'content': 'Λάμπος\n Λάμπος, ὁ,\n one of the horses of Aurora, bright, Od.', 'key': '*la/mpos'}