λαμπετάω
λαμπετάω
λαμπετάω,
= λάμπω
to shine, only in Epic part. λαμπετόων, shining, ὄσσε δέ οἱ πυρὶ λαμπετόωντι ἐΐκτην Hom.
{
"content": "λαμπετάω\n λαμπετάω,\n = λάμπω\n to shine, only in Epic part. λαμπετόων, shining, ὄσσε δέ οἱ πυρὶ λαμπετόωντι ἐΐκτην Hom.",
"key": "lampeta/w"
}