Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λάμβδα
Λάμια
λαμπαδαρχία
λαμπαδηδρομία
λαμπαδηφορία
λαμπαδηφόρος
λαμπάδιον
λαμπαδοῦχος
λαμπάς
λαμπάς2
λαμπετάω
λαμπηδών
λάμπη
Λάμπος
λάμπουρος
λαμπρός
λαμπρότης
λαμπροφωνία
λαμπρόφωνος
λαμπρύνω
λαμπτηρουχία
View word page
λαμπετάω
λαμπετάω λαμπετάω, = λάμπω to shine, only in Epic part. λαμπετόων, shining, ὄσσε δέ οἱ πυρὶ λαμπετόωντι ἐΐκτην Hom.

ShortDef

to shine

Debugging

Headword:
λαμπετάω
Headword (normalized):
λαμπετάω
Headword (normalized/stripped):
λαμπεταω
IDX:
19260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19279
Key:
lampeta/w

Data

{'content': 'λαμπετάω\n λαμπετάω,\n = λάμπω\n to shine, only in Epic part. λαμπετόων, shining, ὄσσε δέ οἱ πυρὶ λαμπετόωντι ἐΐκτην Hom.', 'key': 'lampeta/w'}