Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λαμβάνω
λάμβδα
Λάμια
λαμπαδαρχία
λαμπαδηδρομία
λαμπαδηφορία
λαμπαδηφόρος
λαμπάδιον
λαμπαδοῦχος
λαμπάς
λαμπάς2
λαμπετάω
λαμπηδών
λάμπη
Λάμπος
λάμπουρος
λαμπρός
λαμπρότης
λαμπροφωνία
λαμπρόφωνος
λαμπρύνω
View word page
λαμπάς2
λαμπάς2 adj., poet. fem. of λαμπρός gleaming with torches, Soph.

ShortDef

a torch
torch-lit

Debugging

Headword:
λαμπάς2
Headword (normalized):
λαμπάς
Headword (normalized/stripped):
λαμπας2
IDX:
19259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19278
Key:
lampa/s1

Data

{'content': 'λαμπάς2\n adj., poet. fem. of λαμπρός\n gleaming with torches, Soph.', 'key': 'lampa/s1'}