Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Λάμαχος
λαμβάνω
λάμβδα
Λάμια
λαμπαδαρχία
λαμπαδηδρομία
λαμπαδηφορία
λαμπαδηφόρος
λαμπάδιον
λαμπαδοῦχος
λαμπάς
λαμπάς2
λαμπετάω
λαμπηδών
λάμπη
Λάμπος
λάμπουρος
λαμπρός
λαμπρότης
λαμπροφωνία
λαμπρόφωνος
View word page
λαμπάς
λαμπάς λαμπάς, άδος, λάμπω a torch, Aesch., Soph., etc.: a beacon-light, Aesch.:—later, an oil-lamp, NTest., Anth. metaph. of the sun, Soph., Eur., etc.; ἡ ἐπιοῦσα λ. the coming light, i. e. the next day, Eur. the torch-race, like λαμπαδηδρομία, Hdt.; λαμπάδα δραμεῖν to run the race, Ar.

ShortDef

a torch
torch-lit

Debugging

Headword:
λαμπάς
Headword (normalized):
λαμπάς
Headword (normalized/stripped):
λαμπας
IDX:
19258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19277
Key:
lampa/s2

Data

{'content': 'λαμπάς\n λαμπάς, άδος,\n λάμπω\n a torch, Aesch., Soph., etc.: a beacon-light, Aesch.:—later, an oil-lamp, NTest., Anth.\n metaph. of the sun, Soph., Eur., etc.; ἡ ἐπιοῦσα λ. the coming light, i. e. the next day, Eur.\n the torch-race, like λαμπαδηδρομία, Hdt.; λαμπάδα δραμεῖν to run the race, Ar.', 'key': 'lampa/s2'}