Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Λαμαχίππιον
Λάμαχος
λαμβάνω
λάμβδα
Λάμια
λαμπαδαρχία
λαμπαδηδρομία
λαμπαδηφορία
λαμπαδηφόρος
λαμπάδιον
λαμπαδοῦχος
λαμπάς
λαμπάς2
λαμπετάω
λαμπηδών
λάμπη
Λάμπος
λάμπουρος
λαμπρός
λαμπρότης
λαμπροφωνία
View word page
λαμπαδοῦχος
λαμπαδοῦχος λαμπᾰδ-οῦχος, ον ἔχω torch-carrying, bright-beaming, Eur.

ShortDef

torch-carrying, bright-beaming

Debugging

Headword:
λαμπαδοῦχος
Headword (normalized):
λαμπαδοῦχος
Headword (normalized/stripped):
λαμπαδουχος
IDX:
19257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19276
Key:
lampadou=xos

Data

{'content': 'λαμπαδοῦχος\n λαμπᾰδ-οῦχος, ον\n ἔχω\n torch-carrying, bright-beaming, Eur.', 'key': 'lampadou=xos'}