Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λαμά
Λαμαχίππιον
Λάμαχος
λαμβάνω
λάμβδα
Λάμια
λαμπαδαρχία
λαμπαδηδρομία
λαμπαδηφορία
λαμπαδηφόρος
λαμπάδιον
λαμπαδοῦχος
λαμπάς
λαμπάς2
λαμπετάω
λαμπηδών
λάμπη
Λάμπος
λάμπουρος
λαμπρός
λαμπρότης
View word page
λαμπάδιον
λαμπάδιον λαμπάδιον (πᾰ), ου, τό, Dim. of λαμπάς, a small torch, Plat. a bandage for wounds, Ar.
ShortDef
a small torch
Debugging
Headword:
λαμπάδιον
Headword (normalized):
λαμπάδιον
Headword (normalized/stripped):
λαμπαδιον
IDX:
19256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19275
Key:
lampa/dion
Data
{'content': 'λαμπάδιον\n λαμπάδιον (πᾰ), ου, τό,\n Dim. of λαμπάς,\n a small torch, Plat.\n a bandage for wounds, Ar.', 'key': 'lampa/dion'}