Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λαλιά
λαλιός
λάλλαι
λαλόεις
λάλος
λαμά
Λαμαχίππιον
Λάμαχος
λαμβάνω
λάμβδα
Λάμια
λαμπαδαρχία
λαμπαδηδρομία
λαμπαδηφορία
λαμπαδηφόρος
λαμπάδιον
λαμπαδοῦχος
λαμπάς
λαμπάς2
λαμπετάω
λαμπηδών
View word page
Λάμια
Λάμια Λάμια, ης, ἡ, λαμός λαιμός a monster said to feed on manʼs flesh, a bugbear to frighten children with, Ar.
ShortDef
Lamia, a monster, bugbear; fem. pr. n. (Diog. Laert.)
Debugging
Headword:
Λάμια
Headword (normalized):
λάμια
Headword (normalized/stripped):
λαμια
IDX:
19251
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19270
Key:
*la/mia
Data
{'content': 'Λάμια\n Λάμια, ης, ἡ,\n λαμός λαιμός\n a monster said to feed on manʼs flesh, a bugbear to frighten children with, Ar.', 'key': '*la/mia'}