Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λαλητέος
λαλητικός
λαλητρίς
λαλιά
λαλιός
λάλλαι
λαλόεις
λάλος
λαμά
Λαμαχίππιον
Λάμαχος
λαμβάνω
λάμβδα
Λάμια
λαμπαδαρχία
λαμπαδηδρομία
λαμπαδηφορία
λαμπαδηφόρος
λαμπάδιον
λαμπαδοῦχος
λαμπάς
View word page
Λάμαχος
Λάμαχος Λά-_μᾰχος, ον λα-, μάχομαι eager-for-fight, a well-known Athenian general, Ar., Thuc.
ShortDef
Lamachos (eager-for-fight), Athenian general
sapula
Debugging
Headword:
Λάμαχος
Headword (normalized):
λάμαχος
Headword (normalized/stripped):
λαμαχος
IDX:
19248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19267
Key:
*la/maxos
Data
{'content': 'Λάμαχος\n Λά-_μᾰχος, ον\n λα-, μάχομαι\n eager-for-fight, a well-known Athenian general, Ar., Thuc.', 'key': '*la/maxos'}