Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λαλέω
λάληθρος
λάλημα
λαλητέος
λαλητικός
λαλητρίς
λαλιά
λαλιός
λάλλαι
λαλόεις
λάλος
λαμά
Λαμαχίππιον
Λάμαχος
λαμβάνω
λάμβδα
Λάμια
λαμπαδαρχία
λαμπαδηδρομία
λαμπαδηφορία
λαμπαδηφόρος
View word page
λάλος
λάλος .λάλος (ᾰ), ον talkative, babbling, loquacious, Eur., Plat., etc.:—metaph., λάλοι πτέρυγες Anth.:—irr. comp. λαλίστερος Ar.: Sup. λαλίστατος Eur.

ShortDef

talkative, babbling, loquacious

Debugging

Headword:
λάλος
Headword (normalized):
λάλος
Headword (normalized/stripped):
λαλος
IDX:
19245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19264
Key:
la/los

Data

{'content': 'λάλος\n .λάλος (ᾰ), ον\n talkative, babbling, loquacious, Eur., Plat., etc.:—metaph., λάλοι πτέρυγες Anth.:—irr. comp. λαλίστερος Ar.: Sup. λαλίστατος Eur.', 'key': 'la/los'}