Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Λάκων
λαλαγέω
λαλάγημα
λαλέω
λάληθρος
λάλημα
λαλητέος
λαλητικός
λαλητρίς
λαλιά
λαλιός
λάλλαι
λαλόεις
λάλος
λαμά
Λαμαχίππιον
Λάμαχος
λαμβάνω
λάμβδα
Λάμια
λαμπαδαρχία
View word page
λαλιός
λαλιός λαλιός, ά, όν poetic for λάλος, Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λαλιός
Headword (normalized):
λαλιός
Headword (normalized/stripped):
λαλιος
IDX:
19242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19261
Key:
lalio/s
Data
{'content': 'λαλιός\n λαλιός, ά, όν\n poetic for λάλος, Anth.', 'key': 'lalio/s'}