Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Λακωνιστής
Λακωνομανέω
Λάκων
λαλαγέω
λαλάγημα
λαλέω
λάληθρος
λάλημα
λαλητέος
λαλητικός
λαλητρίς
λαλιά
λαλιός
λάλλαι
λαλόεις
λάλος
λαμά
Λαμαχίππιον
Λάμαχος
λαμβάνω
λάμβδα
View word page
λαλητρίς
λαλητρίς λᾰλητρίς, ίδος λαλέω a talker, prattler, Anth.
ShortDef
a talker, prattler
Debugging
Headword:
λαλητρίς
Headword (normalized):
λαλητρίς
Headword (normalized/stripped):
λαλητρις
IDX:
19240
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19259
Key:
lalhtri/s
Data
{'content': 'λαλητρίς\n λᾰλητρίς, ίδος\n λαλέω\n a talker, prattler, Anth.', 'key': 'lalhtri/s'}