Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Λακωνισμός
Λακωνίς
Λακωνιστής
Λακωνομανέω
Λάκων
λαλαγέω
λαλάγημα
λαλέω
λάληθρος
λάλημα
λαλητέος
λαλητικός
λαλητρίς
λαλιά
λαλιός
λάλλαι
λαλόεις
λάλος
λαμά
Λαμαχίππιον
Λάμαχος
View word page
λαλητέος
λαλητέος λᾰλητέος, α, ον verb. adj. of λαλέω to be talked of, Anth.
ShortDef
to be talked of
Debugging
Headword:
λαλητέος
Headword (normalized):
λαλητέος
Headword (normalized/stripped):
λαλητεος
IDX:
19238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19257
Key:
lalhte/os
Data
{'content': 'λαλητέος\n λᾰλητέος, α, ον\n verb. adj. of λαλέω\n to be talked of, Anth.', 'key': 'lalhte/os'}