Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Λακωνίζω
Λακωνικός
Λακωνισμός
Λακωνίς
Λακωνιστής
Λακωνομανέω
Λάκων
λαλαγέω
λαλάγημα
λαλέω
λάληθρος
λάλημα
λαλητέος
λαλητικός
λαλητρίς
λαλιά
λαλιός
λάλλαι
λαλόεις
λάλος
λαμά
View word page
λάληθρος
λάληθρος λάληθρος, ον talkative, Anth.
ShortDef
talkative
Debugging
Headword:
λάληθρος
Headword (normalized):
λάληθρος
Headword (normalized/stripped):
λαληθρος
IDX:
19236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19255
Key:
la/lhqros
Data
{'content': 'λάληθρος\n λάληθρος, ον\n talkative, Anth.', 'key': 'la/lhqros'}