Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λακπάτητος
λακτίζω
λάκτισμα
Λακωνίζω
Λακωνικός
Λακωνισμός
Λακωνίς
Λακωνιστής
Λακωνομανέω
Λάκων
λαλαγέω
λαλάγημα
λαλέω
λάληθρος
λάλημα
λαλητέος
λαλητικός
λαλητρίς
λαλιά
λαλιός
λάλλαι
View word page
λαλαγέω
λαλαγέω λᾰλᾰγέω, fut. -ήσω λαλέω to prattle, to babble, Pind.: of birds and grasshoppers, to chirrup, chirp, Theocr.

ShortDef

to prattle, to babble

Debugging

Headword:
λαλαγέω
Headword (normalized):
λαλαγέω
Headword (normalized/stripped):
λαλαγεω
IDX:
19233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19252
Key:
lalage/w

Data

{'content': 'λαλαγέω\n λᾰλᾰγέω,\n fut. -ήσω\n λαλέω\n to prattle, to babble, Pind.: of birds and grasshoppers, to chirrup, chirp, Theocr.', 'key': 'lalage/w'}