Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λακκόπλουτος
λάκκος
λακπάτητος
λακτίζω
λάκτισμα
Λακωνίζω
Λακωνικός
Λακωνισμός
Λακωνίς
Λακωνιστής
Λακωνομανέω
Λάκων
λαλαγέω
λαλάγημα
λαλέω
λάληθρος
λάλημα
λαλητέος
λαλητικός
λαλητρίς
λαλιά
View word page
Λακωνομανέω
Λακωνομανέω Λᾰκωνο-μᾰνέω, fut. -ήσω μαίνομαι to have a Laconomania, Ar.

ShortDef

to have a Laconomania

Debugging

Headword:
Λακωνομανέω
Headword (normalized):
λακωνομανέω
Headword (normalized/stripped):
λακωνομανεω
IDX:
19231
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19250
Key:
*lakwnomane/w

Data

{'content': 'Λακωνομανέω\n Λᾰκωνο-μᾰνέω,\n fut. -ήσω\n μαίνομαι\n to have a Laconomania, Ar.', 'key': '*lakwnomane/w'}