Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λακιστός
λακκόπλουτος
λάκκος
λακπάτητος
λακτίζω
λάκτισμα
Λακωνίζω
Λακωνικός
Λακωνισμός
Λακωνίς
Λακωνιστής
Λακωνομανέω
Λάκων
λαλαγέω
λαλάγημα
λαλέω
λάληθρος
λάλημα
λαλητέος
λαλητικός
λαλητρίς
View word page
Λακωνιστής
Λακωνιστής Λᾰκωνιστής, οῦ, Λακωνίζω one who imitates the Lacedaemonians, Plut. one who takes part with them, a Laconizer, Xen.
ShortDef
one who imitates the Lacedaemonians
Debugging
Headword:
Λακωνιστής
Headword (normalized):
λακωνιστής
Headword (normalized/stripped):
λακωνιστης
IDX:
19230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19249
Key:
*lakwnisth/s
Data
{'content': 'Λακωνιστής\n Λᾰκωνιστής, οῦ,\n Λακωνίζω\n one who imitates the Lacedaemonians, Plut.\n one who takes part with them, a Laconizer, Xen.', 'key': '*lakwnisth/s'}