Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

λάκισμα
λακίς
λακιστός
λακκόπλουτος
λάκκος
λακπάτητος
λακτίζω
λάκτισμα
Λακωνίζω
Λακωνικός
Λακωνισμός
Λακωνίς
Λακωνιστής
Λακωνομανέω
Λάκων
λαλαγέω
λαλάγημα
λαλέω
λάληθρος
λάλημα
λαλητέος
View word page
Λακωνισμός
Λακωνισμός Λᾰκωνισμός, οῦ, ὁ, Λακωνίζω imitation of Lacedaemonian manners, Cic. a being in the Lacedaemonian interest, Laconism, Xen.

ShortDef

siding with Sparta, acting like a Spartan

Debugging

Headword:
Λακωνισμός
Headword (normalized):
λακωνισμός
Headword (normalized/stripped):
λακωνισμος
IDX:
19228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19247
Key:
*lakwnismo/s

Data

{'content': 'Λακωνισμός\n Λᾰκωνισμός, οῦ, ὁ,\n Λακωνίζω\n imitation of Lacedaemonian manners, Cic.\n a being in the Lacedaemonian interest, Laconism, Xen.', 'key': '*lakwnismo/s'}