Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λακίζω
λάκισμα
λακίς
λακιστός
λακκόπλουτος
λάκκος
λακπάτητος
λακτίζω
λάκτισμα
Λακωνίζω
Λακωνικός
Λακωνισμός
Λακωνίς
Λακωνιστής
Λακωνομανέω
Λάκων
λαλαγέω
λαλάγημα
λαλέω
λάληθρος
λάλημα
View word page
Λακωνικός
Λακωνικός Laconian, Ar., etc. as Subst., ἡ Λακωνική (sub. γῆ) , Laconia, Ar., etc. Λακωνικαί (sub. ἐμβάδες) , αἱ, Laconian shoes, used by men, Ar. τὸ Λακωνικόν the state of Lacedaemon, Hdt.
ShortDef
Laconian
Debugging
Headword:
Λακωνικός
Headword (normalized):
λακωνικός
Headword (normalized/stripped):
λακωνικος
IDX:
19227
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19246
Key:
*lakwniko/s
Data
{'content': 'Λακωνικός\n Laconian, Ar., etc.\n as Subst., \n ἡ Λακωνική (sub. γῆ) , Laconia, Ar., etc.\n Λακωνικαί (sub. ἐμβάδες) , αἱ, Laconian shoes, used by men, Ar.\n τὸ Λακωνικόν the state of Lacedaemon, Hdt.', 'key': '*lakwniko/s'}