Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
λακέρυζα
λακίζω
λάκισμα
λακίς
λακιστός
λακκόπλουτος
λάκκος
λακπάτητος
λακτίζω
λάκτισμα
Λακωνίζω
Λακωνικός
Λακωνισμός
Λακωνίς
Λακωνιστής
Λακωνομανέω
Λάκων
λαλαγέω
λαλάγημα
λαλέω
λάληθρος
View word page
Λακωνίζω
Λακωνίζω from Λάκων (ᾰ) Λᾰκωνίζω, to imitate the Lacedaemonians, Plat., Xen., etc. to be in the Lacedaemonian interest, to Laconize, Xen.
ShortDef
to imitate the Lacedaemonians
Debugging
Headword:
Λακωνίζω
Headword (normalized):
λακωνίζω
Headword (normalized/stripped):
λακωνιζω
IDX:
19226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19245
Key:
*lakwni/zw
Data
{'content': 'Λακωνίζω\n from Λάκων (ᾰ)\n Λᾰκωνίζω,\n to imitate the Lacedaemonians, Plat., Xen., etc.\n to be in the Lacedaemonian interest, to Laconize, Xen.', 'key': '*lakwni/zw'}